A few hours more, station, deserted, a dirt road for inside the town, mud, mud, blankets outside, mouldering houses of tin, the shattered pylon further behind, not even a car, rubbish, two children setting fire to a heap, two or three other fires on the horizon, houses, the acid smell stronger, pieces and pieces of asphalt, houses of cement blocks, few people, half-open doors, half-light, the mattress as if it were soaked, that milk, the cramp in the stomach and dizziness, when I awoke, I hurried to make it before it got dark, a bit by chance and from what I remembered, asked questions, the other side back to the bridge, the murmur of water, the trees blackening but I could still see, it was in front of me almost as soon as I entered. What are you doing here, sit for a while beside you, if you could also back then, if someone bent down, heard you while still you could be heard, your eyes that were gleaming the eyes growing dim, the pain growing dim, with how many more did they bring you, the bell, silence as they lowered you down, stifled song and a pause, the murmur of water. I am cold, I leave among other names, photos that look at you yet do not see, the sun now again at its end. On the road back, on the plain, a breath, tepid, as a last breath, and a gleam, the river falling behind, the town mute as before, with some wine on the end of a table, the Bible being erased, between its pages the words of a stranger, between him I write wherever I find a no-man’s land.
Σελιδα 5
Λιγες ωρες ακομα, σταθμος, αδειος, χωματοδρομος για μεσα στην πολη, λασπη, λασπη, εξω κουβερτες, μαραμενα σπιτια από τενεκε, λιγο πιο πισω ο τσακισμενος πυλωνας, κανενα αυτοκινητο, σκουπιδια, δυο παιδια που αναβουν ενα σωρο, δυο τρεις άλλες φωτιες στον οριζοντα, σπιτια, πιο ξινη η μυρωδια, ασφαλτος κομματια κομματια, τσιμεντολιθος σπιτια, λιγος κοσμος, μισανοιχτες πορτες, ημιφως, το στρωμα σα να ηταν βρεμενο, εκεινο το γαλα, το σφιξιμο στο στομαχι και ζαλη, όταν ξυπνησα, σηκωθηκα να προλαβω προτου σκοτεινιασει, λιγο στην τυχη κι απ ο,τι θυμομουν, ρωτησα, απ’ την άλλη μερια, πισω στη γεφυρα, η βοη του νερου, τα δεντρα που μαυριζαν αλλα εβλεπα ακομη, ηταν μπροστα μου σχεδον μολις μπηκα. Τι κανεις εδω, διπλα σου να καθησω για λιγο, αν μπορουσες και τοτε, αν εσκυψε καποιος, αν σε ακουσε οσο ακουγοσουν ακομη, τα ματια σου που ελαμπαν τα ματια που θαμπωναν, ο πονος που θαμπωνε, με ποσους αλλους σε φερανε εδω, η καμπανα, σιωπη καθως σε κατεβαζαν κατω, πνιγμενο τραγουδι και παυση, η βοη του νερου. Κρυωνω, φευγω στα αλλα ονοματα αναμεσα, φωτογραφιες που σε κοιταζουν χωρις να μπορουν, ο ηλιος που τωρα τελειωσε παλι. Στο δρομο για πισω, στην πεδιαδα μια χλιαρη, σαν τελευταια πνοη, και μια λαμψη, το ποταμι που απομακρυνεται, η πολη βουβη όπως πριν, με λιγο κρασι σε ένα τραπεζι στην ακρη, η βιβλος που σβηνεται, αναμεσα της τα λογια ενός ξενου, αναμεσα του που γραφω οπου βρω μια ζωνη νεκρη.